Μετάβαση σε περιεχόμενο
Pokerland Φόρουμ

Η "Αργιθέα"


Recommended Posts

Ήταν στα δεκαοκτώ.

Είχε λίγους μήνες που άλλαξε η ζωή του, έφυγε από το σπίτι.

Περπατούσε νύχτα ανεβαίνοντας την Αραχώβης. Κρύο και υγρασία. Είδε τη φωτισμένη γωνία. Καφενείο «Η Αργιθέα». Βρώμικα καφέ τζάμια και λίγος κόσμος. Μπαίνοντας, πρόσεξε μια παρέα που έπαιζε χαρτιά. Στη μέση ο Μήτσος – αδύνατος, μακριά ίσια σαν λαδωμένα μαύρα μαλλιά, λευκό δέρμα. Του χαμογέλασε και με ένα χαρακτηριστικό μορφασμό σοβαρότητας και συγκέντρωσης ,τον προσκάλεσε.

« – Έλα κάτσε». Τους έβλεπε να παίζουν πρέφα χωρίς να μιλάει, περίμενε. Τους παρατηρούσε. Φαγωμένα πρόσωπα, τσιγάρα και άσπρο φως, εκτεθειμένοι και κρυφοί.

Πλησίαζαν στο Παγκράτι. Οδός Ιέρωνος, ψηλά σπίτια, σκοτεινοί δρόμοι, υγρό γκρι. Η βαριά σιδερένια πόρτα έτριξε ανοίγοντας. Πολυκατοικία του ’60, στενό διαμέρισμα. Μετά το χωλ το δωμάτιο με το τραπέζι. Ήταν εκεί ο Κώστας από τη σχολή και άλλοι δύο ξένοι. Πίσω από το τραπέζι, το ντιβάνι. Σιγά-σιγά με το παιχνίδι, το δωμάτιο μεγάλωσε. Πέφταν τα φύλλα, άκουγε τον ήχο από τις μάρκες. Πήγαινε καλά, «κυνηγούσε». Ινδιάνο τον έλεγε ο Μήτσος. Κούκος μονός, ορεινός, διπλός, μαμούθ με καθρέφτη, σταυρός. Είχε καλό φύλλο, κυρίως όμως του «γινότανε» στο τέλος. Δεν είχε πολλά να χάσει, έβλεπε τα χτυπήματα, ένας ρυθμός ακουγόταν μέσα του. Καταλάβαινε το τραπέζι και τους κοιτούσε. Πρέπει να ήταν ο ψηλότερος, σίγουρα ο πιο μικρός. Κέρδιζε, είχε μαζέψει μπροστά του ένα άτακτο βουνό από μάρκες, περίπου τριάντα χιλιάδες. Από το βάθος ακούστηκε μια κοριτσίστικη φωνή λίγο βραχνή.

« – Μήτσο, μη ξεχάσεις να με ξυπνήσεις το πρωί». Ήταν η αδελφή του που φάνηκε λίγο στη μεσόπορτα. Φορούσε μια πουκαμίσα μόνο. Είδε λίγο τα πόδια της και το σκυφτό μελαχρινό της πρόσωπο.

Χαρακίρι. Μοίραζε. Ο Μήτσος πήρε τα φύλλα. Άρχισε να τα φυλλάρει. Τα δάκτυλά του ήταν λευκά και μακριά. Είδε μόνο τη γωνία από το δεύτερο φύλλο. Τα ακούμπησε στο τραπέζι, τα σκέπασε με το χέρι του. Περίμενε, πόνταραν όλοι. «-Τα χίλια και άλλες τρεις χιλιάδες», είπε ο Μήτσος. «Πάσο», «Μέσα». Εκείνος πήγε πάσο, ξεχάστηκε. Τον κοίταξε ο Μήτσος. «-Τούμπα τη φακή». Κοντοστάθηκε. Του έκανε ένα κυκλικό νεύμα με την παλάμη. Έπρεπε να γυρίσει τα φύλλα.

Όσοι τελείωναν σιγά-σιγά, αποχωρούσαν. Ξημέρωσε, μείναν οι δυο τους. Είχε μπροστά του ογδόντα χιλιάδες, όσα χάθηκαν από όλους και ο Μήτσος οκτακόσιες δραχμές, σε μάρκες. Σηκώθηκε.

«-Κάτσε να παίξουμε λίγο».

«-Δεν έχεις λεφτά, Μήτσο».

« – Όλο το σπίτι δικό μου δεν είναι»;

Άρχισε να του δείχνει. Την τηλεόραση, το στερεοφωνικό, ένα σκονισμένο εμφανιστήριο μαυρόασπρων φωτογραφιών.

«- Θα συμφωνούμε ένα ποσό για το κάθε πράγμα και θα παίρνω τις μάρκες».

Δεν τον ένοιαζε να φύγει με τα λεφτά. Δεν είχε σηκωθεί ποτέ από το τραπέζι πριν το τέλος. Κάθισε. Στριπτήζ παιζόμενο, γωνία, ξανά μαμούθ. Τελείωσαν τα λεφτά για την τηλεόραση και το στερεοφωνικό. Μεσημέριασε. Παίζαν το τελευταίο αντικείμενο πριν φύγει. Το μαυρόασπρο εμφανιστήριο. Αισθανόταν μια γλυκιά κούραση. Είχε τη διαύγεια του χρόνου μετά το ξενύχτι. Λίγες ακτίνες έπεφταν στο τραπέζι από τα κλειστά παντζούρια. Τα τασάκια μύριζαν παλιά στάχτη. Μαμουθάκι. Παίρνει στα χέρια του δύο οχτάρια και έναν άσσο. Ο Μήτσος είχε μπροστά του περίπου είκοσι χιλιάδες, τα τελευταία. Χίλιες το «άνοιγμα». Τα «βλέπει». Πρώτο φύλλο δέκα. Πέντε χιλιάδες ο Μήτσος, τα «βλέπει». Δεύτερο φύλλο. Άσσος. Άλλες πέντε χιλιάδες. «Μέσα». Το τρίτο φύλλο βαλές. Τον κοιτάζει. Με τα δυο του χέρια έσπρωχνε σιγά-σιγά τις μάρκες στο κέντρο.

«-Τα ρέστα μου».

« – Δικαίωμα…»

Σκεφτόταν. Το παιχνίδι ήταν κέντα χρώμα. Ο Μήτσος είχε σπρώξει τα τελευταία του λεφτά. Πρέπει να ήταν δυνατός. Σφίχτηκε το στομάχι του. Αισθανόταν ότι έχανε.

«- Πάσο».

Μετά το παιχνίδι «γύρισε». Ήταν κουρασμένος, ψυχικά κυρίως, άρχισε να παίζει επιθετικά, σχεδόν παράλογα. Κατά τις πέντε τελείωσε, τάχασε όλα. Αποκαμωμένοι και οι δυο, έκανε να βάλει το παλτό του, ο Μήτσος έκατσε στο ντιβάνι.

«- Κάτσε λίγο», του είπε.

Έκατσε.

« – Θέλω να σου χαρίσω ένα δίσκο».

Έψαξε λίγο στη στοίβα πάνω στο κομοδίνο, τον ξεχώρισε και του τον έδωσε: The best of Ray Charles.

Τον άκουγε για χρόνια. Georgia on my mind, Hit the road Jack, What’d I say.

Τον έχασε μαζί με πολλούς άλλους όταν ύστερα από μια μετακόμιση τους ξέχασε στο καπό ενός αυτοκινήτου.

Σύνδεσμος σε αυτό το σχόλιο
Κοινοποίησε σε άλλα sites

Join the conversation

You can post now and register later. If you have an account, sign in now to post with your account.

Guest
Απαντήστε σε αυτή τη συζήτηση...

×   Pasted as rich text.   Paste as plain text instead

  Only 75 emoji are allowed.

×   Your link has been automatically embedded.   Display as a link instead

×   Your previous content has been restored.   Clear editor

×   You cannot paste images directly. Upload or insert images from URL.

×
×
  • Προσθήκη...